νεοττοί

νεοττοί
νεοσσός
young bird
masc nom/voc pl (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νέβραξ — νέβραξ, ακος, ὁ (Α) 1. νεβρός, μικρό ελάφι 2. (κατά τον Ησύχ.) «νέβρακες oἱ ἄρρενες νεοττοὶ τῶν ἀλεκτρυόνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα αξ, ακος (πρβλ. σκύλ αξ)] …   Dictionary of Greek

  • προαποπειρώμαι — άομαι, Α [ἀποπερῶμαι] επιχειρώ κάτι προηγουμένως («οἱ νεοττοὶ προαποπειρῶνται τοῡ πετάσαι», Κλήμ. Αλ.) …   Dictionary of Greek

  • τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”